WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| keep going v expr | (persist, continue) | συνεχίζω ρ αμ |
| | | δεν σταματάω, δεν σταματώ περίφρ |
| | Keep going, you're almost to the top of the hill. |
| | Συνέχισε, σχεδόν έφτασες στην κορυφή του λόφου. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μην σταματάς, λίγο ακόμα και θα πετύχεις τον σκοπό σου. |